πουλλάδα

πουλλάδα
η, Ν
βλ. πουλάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πουλάδα — και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν 1. νεαρή κότα 2. στον πληθ. οι πουλάδες ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. άδα (πρβλ. αγελ άδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”